- σκώψαντα
- σκώπτωmockaor part act neut nom/voc/acc plσκώπτωmockaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταινιώνω — ταινιῶ, όω, ΝΑ [ταινία] 1. περιβάλλω με ταινίες 2. στολίζω με ταινία αρχ. 1. μέσ. ταινιοῡμαι, όομαι φορώ ταινία γύρω από το κεφάλι μου 2. παθ. στεφανώνομαι («τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῡσθαι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek